- αδιαφοροποίητος
- -η, -οαυτός που δεν έχει διαφοροποιηθεί, που δεν έχει αλλάξει ή μεταβληθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσέγχυμα — Αδιαφοροποίητος εμβρυϊκός συνδετικός ιστός, μεσοδερμικής προέλευσης. Τα μεσεγχυματικά κύτταρα αναπτύσσονται κατά τα πρώιμα εμβρυϊκά στάδια, σχηματίζοντας πολλές δομές στο ώριμο άτομο. * * * το (βιολ. ανατ.) μη εξειδικευμένος συνδετικός ιστός ο… … Dictionary of Greek